- ραβδούχος
- Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5, 50). Ο Πολύβιος, σ’ ένα έργο του, αναφέρει ότι η Οινάνθη, η μητέρα του Αγαθοκλή των Συρακουσών, είχε στην υπηρεσία της γυναίκες ρ. Σε διάφορες επιγραφές της ελληνιστικής περιόδου αναφέρονται δημόσιοι υπηρέτες που επιβλέπουν τους αγώνες, σπάνια όμως αναφέρονται μαζί με τους μαστιγονόμους.
Oι ρωμαίοι ρ. (lictores) ήταν δημόσιοι υπάλληλοι (ανώτεροι από τους κλητήρες και κατώτεροι από τους γραφείς), οι οποίοι αποτελούσαν μέρος της εμφάνισης των αρχόντων, ιερέων και ορισμένων άλλων επίσημων προσώπων, που προπορεύονταν και τους συνόδευαν μέσα και έξω από τη Ρώμη. Περπατούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο, σηκώνοντας ο καθένας στον αριστερό ώμο του ένα δέμα από ράβδους και στο δεξί του χέρι μια απλή ράβδο (virga), με την οποία χτυπούσαν τη θύρα του σπιτιού, που ήθελε να επισκεφτεί ο άρχοντας. Προανάγγελλαν έτσι τον ερχομό του και απομάκρυναν από τους δημόσιους δρόμους τον κόσμο για να περάσει. Η εμφάνιση ενός άρχοντα χωρίς ρ. μείωνε το αξίωμά του και τον καθιστούσε απλό ιδιώτη.
Αργότερα ο αριθμός των ρ. ήταν ανάλογος με το αξίωμα εκείνου στον οποίο είχε προσκολληθεί. Έτσι, ο αριθμός των ρ. ήταν 12 για τον ύπατο ή τον χιλίαρχο, 6 για τον στρατηγό στον πόλεμο (2 μέσα στην πόλη), και ένας για κάθε Εστιάδα. Όταν συναντούσαν έναν άρχοντα ανώτερο από αυτόν που συνόδευαν, οι ρ. κατέβαζαν τις ράβδους από τον ώμο σε ένδειξη σεβασμού, ώσπου να περάσει.
Ο θεσμός των ρ. προέρχεται μάλλον από τους Ετρούσκους. Στην αρχή, στη μέση της δέσμης των ράβδων έβαζαν έναν πέλεκυ για να χτυπάνε οι ρ. τους κακούργους πριν από την εκτέλεσή τους ή τους ταραξίες· αυτό όμως απαγορεύτηκε στα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας. Οι δέσμες των ράβδων των ρ. που συνόδευαν τον αυτοκράτορα και τους στρατηγούς μετά από νικηφόρα εκστρατεία ήταν στολισμένες με δάφνες. Με το σύστημα της μηνιαίας διαδοχής των υπάτων ξεχώριζε ο «έχων τας ράβδους» δηλαδή ο «εν ενεργεία» ύπατος από τον άλλο ύπατο, χάρη στο δικαίωμα να έχει συνοδούς ρ.
Οι ρ. συγκροτούσαν σωματεία, που ήταν χωρισμένα σε τμήματα με δέκα άντρες το καθένα επικεφαλής. Ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά απελεύθεροι. Μέσα στη Ρώμη φορούσαν την παραδοσιακή toga, αλλά έξω από την πόλη και στην πομπή του θριάμβου ήταν υποχρεωμένοι να ντύνονται με τον κόκκινο στρατιωτικό μανδύα. Στις κηδείες φορούσαν μαύρα και γύριζαν ανάποδα τις δέσμες των ράβδων ή τις κρατούσαν σπασμένες. Επίσης η υπηρεσία τους, που λεγόταν ραβδουχία, αφορούσε την τήρηση της τάξης, στις προσκλήσεις για τη φρατρική εκκλησία μιας ορισμένης φρατρίας και για τους αγώνες των «magistrivicorum» στην αυτοκρατορική εποχή.
* * *ο / ῥαβδοῡχος, ΝΜΑ(στην αρχ. Ελλ.)1. αυτός που έχει ράβδο ως σύμβολο ανώτατου αξιώματος ή εξουσίας, όπως ήταν λ.χ. ο δικαστής, ο διαιτητής ή ο κριτής αγώνα2. στον πληθ. οι ραβδούχοια) (στην αρχ. Αθήνα) αξιωματούχοι επιφορτισμένοι με την τήρηση τής τάξεως κατά τη διάρκεια τών μεγάλων εορτών και τών αθλητικών αγώνων, η ονομασία τών οποίων οφείλεται στο ότι έφεραν ράβδο ως διακριτικό τού αξιώματός τους («τύπτειν τοὺς ῥαβδούχους, εἴ τις κωμῳδοποιητὴς αὐτὸν ἐπῄνει πρὸς τὸ θέατρον παραβάς», Αριστοφ.)β) (στη Ρώμη) δημόσιοι υπάλληλοι που προχωρούσαν μπροστά από τους άρχοντές τους και κρατούσαν στο ένα χέρι τους δέσμη ράβδων με πέλεκυ στο μέσον και στο άλλο μια και μόνη ράβδο, για να εξασφαλίσουν την εκτέλεση τών κελευσμάτων τών αρχόντωναρχ.1. ο θεράπων άρχοντα ο οποίος κρατούσε ράβδο2. (στον πληθ. ως θηλ.) αἱ ῥαβδοῡχοιγυναίκες θεράπαινες τής Οινάνθης, μητέρας τού Αγαθοκλέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -οῦχος*].
Dictionary of Greek. 2013.